απόδεκτος

απόδεκτος
587 ἀπόδεκτος
{прил., 2}
приемлемый, угодный, приятный (1Тим. 2:3; 5:4).*
ключ.сл.

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "απόδεκτος" в других словарях:

  • αποδεκτός — αποδεκτός, ή, ό και αποδεχτός, ή, ό παραδεκτός: Του είπε ότι η μεσολάβησή του στη διαφορά που είχε με τον Α ήταν αποδεκτή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀποδεκτός — acceptable masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποδεκτός — ή, ό (AM ἀποδεκτός, ή, όν κ. ός, όν) [αποδέχομαι] 1. ο παραδεκτός 2. ο ευπρόσδεκτος …   Dictionary of Greek

  • ἀποδεκτόν — ἀποδεκτός acceptable masc/fem acc sg ἀποδεκτός acceptable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδεκτούς — ἀποδεκτός acceptable masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδεκτά — ἀποδεκτός acceptable neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδεκτῶς — ἀποδεκτός acceptable adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευαπόδεκτος — η, ο (ΑΜ εὐαπόδεκτος, ον) 1. αυτός τον οποίο εύκολα αποδέχεται κάποιος, ο αποδεκτός μσν. καλόδεχτος, ευχάριστος, ευάρεστος. επίρρ... εὐαποδέκτως (Μ) με τρόπο ευαπόδεκτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + απο δεκτός (< απο δέχομαι), πρβλ. αν απόδεκτος] …   Dictionary of Greek

  • ευδοκώ — (ΑΜ εὐδοκῶ, έω) αποδέχομαι, συγκατατίθεμαι, αποφασίζω να κάνω κάτι («εὐδόκησε ὁ πατὴρ ὑμῶν δοῡναι ὑμῑν τὴν βασιλείαν», ΚΔ) νεοελλ. 1. ειρων. συγκατατίθεμαι να κάνω κάτι ύστερα από πολλή δυσκολία («ο ταμίας ευδόκησε να μού δώσει τον μισθό μου») 2 …   Dictionary of Greek

  • ἀποδεκτοτέρα — ἀποδεκτοτέρᾱ , ἀποδεκτός acceptable fem nom/voc/acc comp dual ἀποδεκτοτέρᾱ , ἀποδεκτός acceptable fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άλυτος — η, ον (AM ἄλυτος, ον) 1. γεν. αυτός που δεν λύθηκε ή δεν μπορεί να λυθεί 2. άρρηκτος, αδιάσπαστος, στέρεος 3. συνεχής, αδιάκοπος, ακατάλυτος και (στα μσν.) αιώνιος 4. ο μη χαλαρωμένος, ο αχαλάρωτος νεοελλ. αρχ. αυτός τού οποίου δεν βρέθηκε η λύση …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»